- προσαυλειος
- προσαύλειοςπροσ-αύλειος2скотный, пастуший
προσαύλειοι τύχαι Eur. — пастушьи дела
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσαύλειοι τύχαι Eur. — пастушьи дела
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσαύλειος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κοντά σε αγρό, αγροτικός («παῡσαι λέγων μοι τὰς προσαυλείους τύχας» σταμάτα να μού μιλάς για αυτά που συμβαίνουν στους αγρούς, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὔλειος (< αὐλή)] … Dictionary of Greek
προσαυλείους — προσαύλειος near a farm yard masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)